Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
σκώψ
View word page
σκωπτικός
mocking, jesting
ShortDef
mocking, jesting
Debugging
Headword:
σκωπτικός
Headword (normalized):
σκωπτικός
Headword (normalized/stripped):
σκωπτικος
IDX:
80682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80683
Key:
Data
{'content': 'mocking, jesting'}