Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
σκωρίδιον
σκωριοειδής
σκωριοποιία
View word page
σκώπτης
scoffer

ShortDef

scoffer

Debugging

Headword:
σκώπτης
Headword (normalized):
σκώπτης
Headword (normalized/stripped):
σκωπτης
IDX:
80681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80682
Key:

Data

{'content': 'scoffer'}