Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
σκωριάζω
View word page
σκῶμμα
a jest, joke, gibe, scoff
ShortDef
a jest, joke, gibe, scoff
Debugging
Headword:
σκῶμμα
Headword (normalized):
σκῶμμα
Headword (normalized/stripped):
σκωμμα
IDX:
80678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80679
Key:
Data
{'content': 'a jest, joke, gibe, scoff'}