Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
σκωρία
View word page
σκωλύπτομαι
wave to and fro

ShortDef

wave to and fro

Debugging

Headword:
σκωλύπτομαι
Headword (normalized):
σκωλύπτομαι
Headword (normalized/stripped):
σκωλυπτομαι
IDX:
80677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80678
Key:

Data

{'content': 'wave to and fro'}