Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
σκωραμίς
View word page
σκῶλος
a pointed stake

ShortDef

a pointed stake

Debugging

Headword:
σκῶλος
Headword (normalized):
σκῶλος
Headword (normalized/stripped):
σκωλος
IDX:
80676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80677
Key:

Data

{'content': 'a pointed stake'}