Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκῶρ
View word page
σκῶλον
stumblingblock, hindrance
ShortDef
stumblingblock, hindrance
Debugging
Headword:
σκῶλον
Headword (normalized):
σκῶλον
Headword (normalized/stripped):
σκωλον
IDX:
80675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80676
Key:
Data
{'content': 'stumblingblock, hindrance'}