Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
σκωπτικός
σκωπτόλης
View word page
σκωλοβάτης
weevil

ShortDef

weevil

Debugging

Headword:
σκωλοβάτης
Headword (normalized):
σκωλοβάτης
Headword (normalized/stripped):
σκωλοβατης
IDX:
80673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80674
Key:

Data

{'content': 'weevil'}