Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
σκώπτης
View word page
σκωλήκωσις
a being worm-eaten

ShortDef

a being worm-eaten

Debugging

Headword:
σκωλήκωσις
Headword (normalized):
σκωλήκωσις
Headword (normalized/stripped):
σκωληκωσις
IDX:
80671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80672
Key:

Data

{'content': 'a being worm-eaten'}