Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπαῖος
View word page
σκωληκώδης
grubs
ShortDef
grubs
Debugging
Headword:
σκωληκώδης
Headword (normalized):
σκωληκώδης
Headword (normalized/stripped):
σκωληκωδης
IDX:
80670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80671
Key:
Data
{'content': 'grubs'}