Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
σκωμμάτιον
View word page
σκωληκοφάγος
eating worms

ShortDef

eating worms

Debugging

Headword:
σκωληκοφάγος
Headword (normalized):
σκωληκοφάγος
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοφαγος
IDX:
80669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80670
Key:

Data

{'content': 'eating worms'}