Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
ἀνοσήλευτος
ἀνόσητος
View word page
ἀνορούω
to start up, leap up

ShortDef

to start up, leap up

Debugging

Headword:
ἀνορούω
Headword (normalized):
ἀνορούω
Headword (normalized/stripped):
ανορουω
IDX:
8066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8067
Key:

Data

{'content': 'to start up, leap up'}