Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
σκῶμμα
View word page
σκωληκοτόκος
reproducing with grubs (larvae)
ShortDef
reproducing with grubs (larvae)
Debugging
Headword:
σκωληκοτόκος
Headword (normalized):
σκωληκοτόκος
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοτοκος
IDX:
80668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80669
Key:
Data
{'content': 'reproducing with grubs (larvae)'}