Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
σκωλύπτομαι
View word page
σκωληκοτοκέω
produce grubs

ShortDef

produce grubs

Debugging

Headword:
σκωληκοτοκέω
Headword (normalized):
σκωληκοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοτοκεω
IDX:
80667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80668
Key:

Data

{'content': 'produce grubs'}