Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
σκωλοβατίζω
σκῶλον
σκῶλος
View word page
σκωληκόομαι
to be infested by worms

ShortDef

to be infested by worms

Debugging

Headword:
σκωληκόομαι
Headword (normalized):
σκωληκόομαι
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοομαι
IDX:
80666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80667
Key:

Data

{'content': 'to be infested by worms'}