Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
σκωλοβάτης
View word page
σκωληκόβορος
worm-eaten

ShortDef

worm-eaten

Debugging

Headword:
σκωληκόβορος
Headword (normalized):
σκωληκόβορος
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοβορος
IDX:
80663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80664
Key:

Data

{'content': 'worm-eaten'}