Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
σκώληξ
View word page
σκωληκίτης
worm-like

ShortDef

worm-like

Debugging

Headword:
σκωληκίτης
Headword (normalized):
σκωληκίτης
Headword (normalized/stripped):
σκωληκιτης
IDX:
80662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80663
Key:

Data

{'content': 'worm-like'}