Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
σκωληκώδης
σκωλήκωσις
View word page
σκωλήκιον
spider

ShortDef

spider

Debugging

Headword:
σκωλήκιον
Headword (normalized):
σκωλήκιον
Headword (normalized/stripped):
σκωληκιον
IDX:
80661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80662
Key:

Data

{'content': 'spider'}