Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
σκωληκοφάγος
View word page
σκωληκιάω
breed worms, be worm-eaten
ShortDef
breed worms, be worm-eaten
Debugging
Headword:
σκωληκιάω
Headword (normalized):
σκωληκιάω
Headword (normalized/stripped):
σκωληκιαω
IDX:
80659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80660
Key:
Data
{'content': 'breed worms, be worm-eaten'}