Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
σκωληκοτόκος
View word page
σκύφωμα
valve, cover

ShortDef

valve, cover

Debugging

Headword:
σκύφωμα
Headword (normalized):
σκύφωμα
Headword (normalized/stripped):
σκυφωμα
IDX:
80658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80659
Key:

Data

{'content': 'valve, cover'}