Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
σκωληκίτης
σκωληκόβορος
σκωληκόβρωτος
σκωληκοειδής
σκωληκόομαι
σκωληκοτοκέω
View word page
σκύφος
a cup, can

ShortDef

a cup, can

Debugging

Headword:
σκύφος
Headword (normalized):
σκύφος
Headword (normalized/stripped):
σκυφος
IDX:
80657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80658
Key:

Data

{'content': 'a cup, can'}