Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
σκωλήκιον
View word page
σκυτόω
cover

ShortDef

cover

Debugging

Headword:
σκυτόω
Headword (normalized):
σκυτόω
Headword (normalized/stripped):
σκυτοω
IDX:
80651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80652
Key:

Data

{'content': 'cover'}