Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
σκωληκίζω
View word page
σκυτοτραγέω
to gnaw leather

ShortDef

to gnaw leather

Debugging

Headword:
σκυτοτραγέω
Headword (normalized):
σκυτοτραγέω
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτραγεω
IDX:
80650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80651
Key:

Data

{'content': 'to gnaw leather'}