Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
σκύφωμα
σκωληκιάω
View word page
σκυτοτόμος
a leather-cutter, a worker in leather
ShortDef
a leather-cutter, a worker in leather
Debugging
Headword:
σκυτοτόμος
Headword (normalized):
σκυτοτόμος
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτομος
IDX:
80649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80650
Key:
Data
{'content': 'a leather-cutter, a worker in leather'}