Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
ἀνόρωσις
View word page
ἄνορμος
without harbour

ShortDef

without harbour

Debugging

Headword:
ἄνορμος
Headword (normalized):
ἄνορμος
Headword (normalized/stripped):
ανορμος
IDX:
8064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8065
Key:

Data

{'content': 'without harbour'}