Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
σκύφος
View word page
σκυτοτομία
shoemaking

ShortDef

shoemaking

Debugging

Headword:
σκυτοτομία
Headword (normalized):
σκυτοτομία
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτομια
IDX:
80647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80648
Key:

Data

{'content': 'shoemaking'}