Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκυτόω
σκυτώδης
σκύφειος
σκυφίον
σκυφοειδής
σκυφοκώνακτος
View word page
σκυτοτομέω
to cut leather
ShortDef
to cut leather
Debugging
Headword:
σκυτοτομέω
Headword (normalized):
σκυτοτομέω
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτομεω
IDX:
80646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80647
Key:
Data
{'content': 'to cut leather'}