Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
View word page
σκυτοδεψικός
of or for curriers or currying, dressing leather
ShortDef
of or for curriers or currying, dressing leather
Debugging
Headword:
σκυτοδεψικός
Headword (normalized):
σκυτοδεψικός
Headword (normalized/stripped):
σκυτοδεψικος
IDX:
80640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80641
Key:
Data
{'content': 'of or for curriers or currying, dressing leather'}