Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
View word page
σκυτοδέψης
a leather-dresser, currier

ShortDef

a leather-dresser, currier

Debugging

Headword:
σκυτοδέψης
Headword (normalized):
σκυτοδέψης
Headword (normalized/stripped):
σκυτοδεψης
IDX:
80639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80640
Key:

Data

{'content': 'a leather-dresser, currier'}