Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
ἀνορχέομαι
ἄνορχος
View word page
ἀνορμίζω
take
ShortDef
take
Debugging
Headword:
ἀνορμίζω
Headword (normalized):
ἀνορμίζω
Headword (normalized/stripped):
ανορμιζω
IDX:
8063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8064
Key:
Data
{'content': 'take'}