Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
View word page
σκυτοβυρσεύς
leather-worker

ShortDef

leather-worker

Debugging

Headword:
σκυτοβυρσεύς
Headword (normalized):
σκυτοβυρσεύς
Headword (normalized/stripped):
σκυτοβυρσευς
IDX:
80637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80638
Key:

Data

{'content': 'leather-worker'}