Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
σκυτοτομεῖον
View word page
σκυτίς
leather amulet
ShortDef
leather amulet
Debugging
Headword:
σκυτίς
Headword (normalized):
σκυτίς
Headword (normalized/stripped):
σκυτις
IDX:
80635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80636
Key:
Data
{'content': 'leather amulet'}