Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
σκῦτος
View word page
σκύτινος
leathern, made of leather
ShortDef
leathern, made of leather
Debugging
Headword:
σκύτινος
Headword (normalized):
σκύτινος
Headword (normalized/stripped):
σκυτινος
IDX:
80634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80635
Key:
Data
{'content': 'leathern, made of leather'}