Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
σκυτορράφος
View word page
σκυτικός
skilled in shoemaking

ShortDef

skilled in shoemaking

Debugging

Headword:
σκυτικός
Headword (normalized):
σκυτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυτικος
IDX:
80633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80634
Key:

Data

{'content': 'skilled in shoemaking'}