Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
σκυτοκόλεος
σκυτοπώλης
View word page
σκύτη
part of the neck

ShortDef

part of the neck

Debugging

Headword:
σκύτη
Headword (normalized):
σκύτη
Headword (normalized/stripped):
σκυτη
IDX:
80632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80633
Key:

Data

{'content': 'part of the neck'}