Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
σκυτοδεψικός
View word page
σκυτεύς
leather worker (σκυτοτόμος)
ShortDef
leather worker (σκυτοτόμος)
Debugging
Headword:
σκυτεύς
Headword (normalized):
σκυτεύς
Headword (normalized/stripped):
σκυτευς
IDX:
80630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80631
Key:
Data
{'content': 'leather worker (σκυτοτόμος)'}