Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
σκυτοδέψης
View word page
σκυτεῖον
shoemaker's workshop

ShortDef

shoemaker's workshop

Debugging

Headword:
σκυτεῖον
Headword (normalized):
σκυτεῖον
Headword (normalized/stripped):
σκυτειον
IDX:
80629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80630
Key:

Data

{'content': "shoemaker's workshop"}