Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
σκυτοβυρσεύς
σκυτοδεψέω
View word page
σκυτεία
shoemaking
ShortDef
shoemaking
Debugging
Headword:
σκυτεία
Headword (normalized):
σκυτεία
Headword (normalized/stripped):
σκυτεια
IDX:
80628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80629
Key:
Data
{'content': 'shoemaking'}