Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
σκυτοβραχίων
View word page
σκυταλωτός
cogged, toothed

ShortDef

cogged, toothed

Debugging

Headword:
σκυταλωτός
Headword (normalized):
σκυταλωτός
Headword (normalized/stripped):
σκυταλωτος
IDX:
80626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80627
Key:

Data

{'content': 'cogged, toothed'}