Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
σκυτικός
σκύτινος
σκυτίς
View word page
σκυταλόω
cudgel
ShortDef
cudgel
Debugging
Headword:
σκυταλόω
Headword (normalized):
σκυταλόω
Headword (normalized/stripped):
σκυταλοω
IDX:
80625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80626
Key:
Data
{'content': 'cudgel'}