Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκύτη
View word page
σκυταλίς
a stick
ShortDef
a stick
Debugging
Headword:
σκυταλίς
Headword (normalized):
σκυταλίς
Headword (normalized/stripped):
σκυταλις
IDX:
80622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80623
Key:
Data
{'content': 'a stick'}