Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
σκυτεῖον
View word page
σκυταληφόρος
carrying a club

ShortDef

carrying a club

Debugging

Headword:
σκυταληφόρος
Headword (normalized):
σκυταληφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκυταληφορος
IDX:
80619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80620
Key:

Data

{'content': 'carrying a club'}