Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνορέγω
ἀνορεκτέω
ἀνόρεκτος
ἀνορεξία
ἀνορθιάζω
ἄνορθος
ἀνορθόω
ἀνορίνω
ἄνορκος
ἀνορμάομαι
ἀνορμητικῶς
ἀνόρμητος
ἀνορμίζω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
ἀνορούω
ἀνόροφος
ἀνορροπύγιος
ἀνορταλίζω
ἀνόρυκτος
ἀνορύσσω
View word page
ἀνορμητικῶς
with an upward rush

ShortDef

with an upward rush

Debugging

Headword:
ἀνορμητικῶς
Headword (normalized):
ἀνορμητικῶς
Headword (normalized/stripped):
ανορμητικως
IDX:
8061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8062
Key:

Data

{'content': 'with an upward rush'}