Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
σκυταλόω
σκυταλωτός
σκυτάριον
σκυτεία
View word page
σκυταληφορέω
to carry a club

ShortDef

to carry a club

Debugging

Headword:
σκυταληφορέω
Headword (normalized):
σκυταληφορέω
Headword (normalized/stripped):
σκυταληφορεω
IDX:
80618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80619
Key:

Data

{'content': 'to carry a club'}