Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
σκύταλον
View word page
σκυρωτός
paved
ShortDef
paved
Debugging
Headword:
σκυρωτός
Headword (normalized):
σκυρωτός
Headword (normalized/stripped):
σκυρωτος
IDX:
80614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80615
Key:
Data
{'content': 'paved'}