Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίας
σκυτάλιον
σκυταλίς
σκυταλισμός
View word page
σκυρώδης
stony

ShortDef

stony

Debugging

Headword:
σκυρώδης
Headword (normalized):
σκυρώδης
Headword (normalized/stripped):
σκυρωδης
IDX:
80613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80614
Key:

Data

{'content': 'stony'}