Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
σκυτάλα
σκυτάλη
σκυταληφορέω
View word page
σκυμνοτοκέω
to be viviparous

ShortDef

to be viviparous

Debugging

Headword:
σκυμνοτοκέω
Headword (normalized):
σκυμνοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
σκυμνοτοκεω
IDX:
80608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80609
Key:

Data

{'content': 'to be viviparous'}