Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
σκυσμός
View word page
σκύμνειος
belonging to whelps

ShortDef

belonging to whelps

Debugging

Headword:
σκύμνειος
Headword (normalized):
σκύμνειος
Headword (normalized/stripped):
σκυμνειος
IDX:
80605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80606
Key:

Data

{'content': 'belonging to whelps'}