Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
σκυρωτός
View word page
σκυμναγωγέω
lead about whelps

ShortDef

lead about whelps

Debugging

Headword:
σκυμναγωγέω
Headword (normalized):
σκυμναγωγέω
Headword (normalized/stripped):
σκυμναγωγεω
IDX:
80604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80605
Key:

Data

{'content': 'lead about whelps'}