Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
σκυρώδης
View word page
σκυλτικός
vexatious

ShortDef

vexatious

Debugging

Headword:
σκυλτικός
Headword (normalized):
σκυλτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυλτικος
IDX:
80603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80604
Key:

Data

{'content': 'vexatious'}