Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σκύλλω
σκύλμα
σκυλμός
σκυλμώδης
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκυλόω
σκυλτικός
σκυμναγωγέω
σκύμνειος
σκυμνεύω
σκύμνος
σκυμνοτοκέω
σκύνιον
σκυράω
σκῦρος
Σκῦρος
View word page
σκυλόω
veil, cover

ShortDef

veil, cover

Debugging

Headword:
σκυλόω
Headword (normalized):
σκυλόω
Headword (normalized/stripped):
σκυλοω
IDX:
80602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-80603
Key:

Data

{'content': 'veil, cover'}